Η λέξη «μαγεία» προέρχεται από την αρχαία περσική λέξη «makuç», η οποία αναφέρεται στο μέλος μιας μηδικής ομάδας που ασκούσε θρησκευτικές λειτουργίες.
Η μαγεία δεν εισήχθη στην Ελλάδα από την Περσία. Αντιθέτως οι ρίζες της πηγαίνουν πολύ πίσω στο χρόνο.
Την εποχή του Ηρακλείτου (π. 500 π.Χ.) ο άνδρας που ασκούσε τέτοιου είδους τελετουργικά ονομαζόταν «μάγος», αλλά υπήρχαν και άλλες ονομασίες, όπως «γόης», «μάντις»,
Γενικά, η μαγεία ασκούνταν εκτός της δημόσιας σφαίρας, ήταν πάντα ιδιωτική με χαρακτήρα μυστηριακό.
Ορισμένα τελετουργικά μαγείας είχαν ως στόχο να χειραγωγήσουν, να πείσουν ή και να εξαναγκάσουν τους δαίμονες των νεκρών ή κάποιους θεούς, προκειμένου να κάνουν αυτό που θέλει ο συγκεκριμένος άνθρωπος.
Οι πράξεις αυτές είχαν καθαρά εγωιστικό χαρακτήρα με στόχο είτε την πρόκληση βλάβης είτε και ωφέλειας.
Τα αρχαία ελληνικά αγάλματα συχνά θεωρούνταν ότι αποτελούσαν μαγικά αντίστοιχα του προσώπου που απεικόνιζαν, ή και ότι ήταν προικισμένα με ζωή και είχαν τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ζωής (π.χ. συναισθήματα, κίνηση, ακοή κτλ.).
Γι’ αυτό και υπήρχε η πρακτική να δένουν τα αγάλματα που αναπαριστούν θεότητες που συνδέονται με την καλή τύχη, ώστε να μην αποδράσουν.
Λέγεται ότι ο Πραξιτέλης χρησιμοποιούσε μαγεία για να εμφυσήσει ζωή στα αγάλματά του.
Η αρχαιότερη πραγματεία κατά της μαγείας είναι τα ιπποκρατικά κείμενα Περί ιερής νόσου. Μέσω αυτής ο συντάκτης της επιτίθεται στους αντίπαλους θεραπευτές της ιπποκρατικής σχολής. Ωστόσο, φαίνεται ότι δεν άσκησε σημαντική επιρροή στην εποχή της.
Ο Πλάτων στο έργο του Νόμοι προτείνει διάφορες τιμωρίες για όσους ασκούν μαγεία, το οποίο δείχνει πόσο εκτεταμένη ήταν η χρήση της.
Είναι δύσκολο να εντοπίσουμε στην αρχαία Αθήνα νόμους κατά της μαγείας, παρά το ότι έχουμε στη διάθεσή μας σημαντικό όγκο πληροφοριών σχετικά με τους νόμους.