Βαμπίρ η βρικόλακας.

(Βρικολάκιασε) λέμε σε πολλές ελληνικές περιοχές για το δαιμονικό ον που ακροβατεί μεταξύ ζωής και θανάτου σε μία λανθάνουσα μορφή ύπαρξης και για να επιβιώσει είναι υποχρεωμένος να τρέφεται με τη ζωτική ενέργεια των ζωντανών, η οποία μπορεί να έχει τη μορφή του αίματος, του φόβου ή ακόμα και της ψυχής του υποψηφίου θύματος.

Δεν έχει ψυχή άρα δεν έχει και είδωλο στον καθρέφτη, καθώς όπως θεωρείται, σε κάποιες παραδόσεις, ο καθρέπτης αντικατοπτρίζει, εκτός από την εικόνα, και τη ψυχή του ατόμου που καθρεπτίζεται μέσα σε αυτόν.

Μισεί το φως της μέρας, γι’ αυτό, κατά τη διάρκεια της, κρύβεται (κοιμάται) στο φέρετρό του ή σε κάποια βαθιά σπηλιά (ή γενικά σε κάποιο πολύ σκοτεινό μέρος) και εμφανίζεται μόνο τη νύχτα για να τραφεί από τους ζωντανούς.

Έχει υπερφυσική δύναμη και υπνωτικό βλέμμα, είναι ύποπτα ευγενικός και θανατηφόρα ελκυστικός, μαγνητίζοντας, έτσι, το (συνήθως αντίθετου φύλου) υποψήφιο θύμα του, με σκοπό να το παρασύρει σε ένα μεταμεσονύχτιο φαγοπότι στο οποίο κύριο πιάτο είναι το ίδιο το θύμα. Μπορεί να μεταμορφωθεί σε νυχτερίδα αλλά και σε λύκο και έχει μαγικές ιδιότητες.

Ένα από τα βασικά του γνωρίσματα, εκτός από τον λάγνο και εκκεντρικό του χαρακτήρα, είναι οι δύο υπερμεγέθεις κυνόδοντές του, τους οποίους χρησιμοποιεί για να δαγκώνει τα θύματά του (συνήθως) στο λαιμό και να ρουφάει το αίμα τους.

Αναλόγως τους λαούς και τις λαϊκές τους παραδόσεις, το βαμπίρ ήταν άνθρωπος που για έναν μυστηριώδη λόγο, σηκώνετε από τον τάφο του για να στοιχειώσει τους ζωντανούς. Ένας άλλος τρόπος για να γίνει κάποιος βρικόλακας είναι να δαγκωθεί στο λαιμό από κάποιο άλλο βαμπίρ.

Τρόποι αντιμετώπισης υπάρχουν;
Ο ήλιος η φωτιά, και ειδικά τα κατάλληλα [κρόαν] είναι τα ιδανικά όπλα για να εξοντωθεί ένας βρικόλακας.

Τα βαμπίρ θεωρούνται διαβολικά, δαιμονικά όντα.

Αλλά για να εξοντωθεί αποτελεσματικά ο βρικόλακας, θα πρέπει να βρεθεί η κρυψώνα του,είναι ανυπεράσπιστος την ώρα που κοιμάται,[μετά την αυγή].

Από τη στιγμή, όμως, που κάποιος θα δαγκωθεί από ένα βαμπίρ, δεν υπάρχει σωτηρία. Ή θα πεθάνει πριν προλάβει να μεταμορφωθεί, ή θα γίνει βρικόλακας. Ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν οι περισσότεροι, γιατί κάποιοι άλλοι, έχουν αντίθετη γνώμη,όπως ότι.

Κάποιος, που έχει δαγκωθεί από βαμπίρ, θα πρέπει να πάει στο τάφο του μόλις πέσει η νύχτα (αλλά πριν βγει το φεγγάρι) και να καρφώσει παλούκια στο φέρετρο του, ενώ κάποιος άλλος εκτελεί, ταυτόχρονα, τα τυπικά (π.χ. ψέλνει τα κρόαν[μαγικά βιβλία] Και αφού γίνει αυτό, ο «άρρωστος», θα πρέπει να πάρει λίγο από το αίμα που θα τρέξει από το φέρετρο και να το αλείψει στο σημείο που είχε δαγκωθεί.

Μεροβάτης
είναι εκείνος που προέρχεται από πατέρα βαμπίρ και μητέρα «θνητή» (λέγετε ότι τα αρσενικά βαμπίρ παραμένουν γόνιμα, αλλά δεν αναφέρεται τίποτε παρόμοιο και για τα θηλυκά, εκτός απο την Lilith και την Akasha από το «Queen Of The Damn» της Anne Rice 2002). Οι μεροβατες δεν έχουν πρόβλημα με το φως της μέρας, έχουν την ίδια μυική δύναμη με τους βρικόλακες και κάποιοι από αυτούς, έχουν και τους ίδιους κυνόδοντες και την ίδια ακόρεστη δίψα για αίμα, την οποία όμως μπορούν να ελέγξουν λίγο ευκολότερα από τους νεκροζώντανους προγόνους τους.

Η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος βλέπει το θέμα από την ρομαντική του πλευρά.

Η πραγματικότητα, όμως, έχει το κακό συνήθειο, να είναι ωμή και αδίστακτη. Η εικόνα του ήρωα – πολεμιστή του κακού που τον θέλει σωματώδη, με πολύ μυϊκή δύναμη και ένα μεγάλο σπαθί η άλλα όπλα να τον συντροφεύουν, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματική εμφάνιση των κυνηγών βρικολάκων, που δεν είναι άλλη από αυτή του λιπόσαρκου, ασθενικού και συνήθως λόγιου άντρα και του Μάγου γνώστη των τελετουργικών που προσπαθεί να εκδιώξει το «κακό» από την μικρή του κοινωνία.

Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, το φαινόμενο του βαμπιρισμού, δεν ήταν τόσο διαδεδομένο στις ευρωπαϊκές χώρες, όσο στα Βαλκάνια, όπου, κατά περιόδους, έπαιρνε διαστάσεις μάστιγας.

Στις βαλκανικές χώρες, λοιπόν, η παρουσία τον κυνηγών βρικολάκων ήταν απαραίτητη.

Αυτοί που έφεραν δικαιωματικά τον τίτλο του κυνηγού, ήταν άνθρωποι των γραμμάτων,που θέλοντας να προστατεύσουν τους συνανθρώπους τους, ερευνούσαν εις βάθος τους βαμπιρικούς μύθους, προσπαθώντας να βρουν σημάδια αναγνώρισης και τρόπους αντιμετώπισης των ανίερων αυτών πλασμάτων.

Παρόλα τα αλτρουιστικά τους, όμως, κίνητρα, όταν τολμούσαν να εκδώσουν κάποια από τις μελέτες τους.

Ένας από τους παλαιότερους κυνηγούς βρικολάκων ήταν ο William του Newburgh (1136 – 1198). Έγραψε τη μελέτη «Historia Rerum Anglicarum» στην οποία συμπεριέλαβε και αρκετές ιστορίες με εμφανίσεις βρικολάκων,είχε φριχτό τέλος αφού βρέθηκε να τον έχουν φάει[δαγκώσει]περισσότεροι από 4 βρικόλακες με το σώμα του τελείως στεγνό από αίμα.Με επιστημονική εξήγηση θανάτου [Ανεξήγητος θάνατος]

Τι εμφάνιση έχουν;
Ο βάμπιρας δεν έχει και πολλές διαφορές από τους ανθρώπους.Ωχρό το δέρμα του,πολύ βαθύ σκοτεινό το βλέμμα του.

Οι κυνόδοντες του ίσως είναι τα μοναδικά ευκρινή σημάδια αναγνώρισης.

Συνήθως εμφανίζεται ως ένας πολύ όμορφος, μυστηριώδης άντρας που ασκεί μία παράξενη γοητεία, ή ως μία πανέμορφη, αισθησιακή κοπέλα που είναι αδύνατον να της αντισταθείς.

Λέγεται, επίσης, ότι παίρνουν τη μορφή τέρατος, όπως π.χ. οι Λάμιες οι οποίες θεωρήθηκαν ότι ήταν από τα πρώτα βαμπίρ της ελληνικής μυθολογίας.

Αργότερα όμως θεωρήθηκε ότι είχαν την ικανότητα να μεταμορφώνονται σε πανέμορφες νεαρές γυναίκες, ώστε να προσελκύσουν νεαρούς άντρες και να τους παρασύρουν στο θάνατο.

Μία ακόμη εμφάνιση που τους είναι αυτή του άϋλου όντος (το κοινός γνωστό ως φάντασμα) που υλοποιείται μόνο όταν επιτίθεται.

Ονόματα για βαμπίρ και βρικόλακας έκαναν την εμφάνιση τους, για πρώτη φορά,τον δεύτερο αιώνα πχ. Πριν από αυτό, υπήρχε μόνο η έννοια του βαμπιρισμού ή του νεκροζώντανου.

Στα μεταγενέστερα (του 18ου αιώνα)στα κείμενα, εμφανίζονται με διάφορες τοπικιστικές ονομασίες, όπως καταχθόνιος, αιμοπότης, ψυχοφάγος, νυχτοβάτης, δαίμονες της νύχτας.

START TYPING AND PRESS ENTER TO SEARCH